- ανεγγύητος
- ανέγγυος, ος , ον негарантированный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεγγύητος — η, ο αυτός για τον οποίο δεν δόθηκε εγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εγγυώ ( άω). Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του γένους Αδαμάντιο Κοραή (1748 1833)] … Dictionary of Greek
ανεγγύητος — η, ο αυτός για τον οποίο δε δόθηκε εγγύηση: Το γραμμάτιο ήταν ανεγγύητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανέγγυος — ἀνέγγυος, ον (Α) 1. ο μη εξασφαλισμένος με εγγύηση, ανεγγύητος, αβέβαιος 2. αφερέγγυος 3. (για παιδί) μη νόμιμο, νόθο 4. (για γυναίκα) μη μνηστευμένη, ανύπαντρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εγγύη «εγγύηση»] … Dictionary of Greek